- επίρρυτος
- ἐπίρρυτος, -ον (Α) [επιρρέω]1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.)2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον ἀστοῑσιν εὐθενοῡντα μὴ κάμνειν χρόνῳ», Αισχύλ.)5. παθ. αυτός που υπόκειται σε εισροή (αντίθ. τού απόρρυτος) («τὰς τῆς ἀθανάτου περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀπόρρυτον», Πλάτ.)6. (για πεδιάδες, αγρούς κ.λπ.) αυτός που διαρρέεται από νερά, που ποτίζεται («ἐντεῡθεν δὲ κατέβαινον εὶς πεδίον μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον», Ξεν.)7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίρρυτονελαιοδοχείο, ροΐ («ἀλείψασαν δρακτοῑς καὶ ἐπιρρύτοις», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.